κηρυκηίη

κηρυκηίη
κηρυκηΐη, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. κηρυκεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κηρύκεια — κηρυκεία, ιων. τ. κηρυκηΐη, ἡ (Α) [κηρυκευω] 1. το αξίωμα ή το έργο τού κήρυκα («τοῑσι αἱ κηρυκηΐαι αἱ ἐκ Σπάρτης πᾱσαι γέρας δέδονται», Ηρόδ.) 2. πρεσβεία («μηδ ἐπὶ κηρυκείαν ἀποστελλέσθω», Αισχίν.) 3 ο μισθός τού κήρυκα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”